προσχεδίασμα

προσχεδίασμα
τό
1) подготавливание; замышление, задумывание; 2) проектирование, планирование; составление предварительного плана, проекта; 3) см. προσχέδιο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προσχεδίασμα" в других словарях:

  • προσχεδίασμα — το, Ν 1. η ενέργεια τού προσχεδιάζω 2. το αποτέλεσμα τού προσχεδιάζω, το προσχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • προσχεδίασμα — το, ατος βλ. προσχέδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτόν — το (στη ζωγραφική) προσχεδίασμα μιας εικόνας που χρησιμοποιείται κυρίως στις νωπογραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carton] …   Dictionary of Greek

  • προσχέδιο — Το προκαταρκτικό σχέδιο. Oνομάζεται και προσχεδίασμα. Π. γίνονται συνήθως για συμβάσεις, νόμους, οδοποιητικά έργα κλπ. Στη ζωγραφική π. είναι το αρχικό σχέδιο του καλλιτέχνη με βάση το οποίο φιλοτεχνεί αργότερα κάποιο πίνακα. Π. χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • προσχεδίαση — η, Ν [προσχεδιάζω] προσχεδίασμα …   Dictionary of Greek

  • προσχέδιο — το προκαταρκτικό σχέδιο, προμελέτη, προσχεδίασμα: Προσχέδιο σύμβασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»